- συνεκκρουω
- συνεκκρούωσυν-εκκρούωвместе выталкивать
συνεκκρουσθεὴς τῇ πάντων φορᾷ Plut. — подхваченный всеобщим бегством
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκκρουσθεὴς τῇ πάντων φορᾷ Plut. — подхваченный всеобщим бегством
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek